- ἀν-αιμό-σαρκος
ἀν-αιμό-σαρκος, Fleisch ohne Blut habend, τέττιξ Anacr. 32, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-αιμό-σαρκος, Fleisch ohne Blut habend, τέττιξ Anacr. 32, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαρκοχαρής — ές, Α αυτός που βρίσκει χαρά και ευχαρίστηση στις σαρκικές απολαύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιμο χαρής] … Dictionary of Greek