- ἀνα-καχλάζω
ἀνα-καχλάζω, aufbrausen, aufsprudeln, Opp. C. 1, 275 Αἴτνης – πῦρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-καχλάζω, aufbrausen, aufsprudeln, Opp. C. 1, 275 Αἴτνης – πῦρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνεκάχλαζον — ἀνά καχλάζω plash imperf ind act 3rd pl ἀνά καχλάζω plash imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκάχλασεν — ἀνά καχλάζω plash aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακαχλάζω — ἀνακαχλάζω (Α) κοχλάζω, ξεχύνομαι ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + καχλάζω «κοχλάζω». ΠΑΡ. μσν. ἀνακάχλασις] … Dictionary of Greek