- ἀ-δια-τύπωτος
ἀ-δια-τύπωτος, ungestaltet, D. Sic. 1, 10, Phil., Sn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-δια-τύπωτος, ungestaltet, D. Sic. 1, 10, Phil., Sn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοτύπωτος — θεοτύπωτος, ον (Μ) ο τυπωμένος, ο σχηματισμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τύπωτος (< τυπώ < τύπος), πρβλ. α δια τύπωτος, ευ τύπωτος] … Dictionary of Greek