ἀν-αγωγικός

ἀν-αγωγικός

ἀν-αγωγικός, ή, όν, erhebend, bes. zu geistiger Betrachtung u. vom Niedrigen abziehend, K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αγωγικός — ἀγωγικός, ή, όν (Α) μόνο στο ουδέτερο «ἀγωγικά», στη φρ. «τῶν λεγομένων ἀγωγικῶν, ἤτοι παραπομπικῶν», τών χρημάτων που καταβάλλονται στην παραπομπή, τη συνοδεία (Ιουστινιάνειος Κώδικας 10, 30, 4) …   Dictionary of Greek

  • agógico — agógico, ca. (Del al. agogisch, y este del gr. tardío ἀγωγικός, der. de ἀγωγή, transporte, movimiento). adj. Mús. Perteneciente o relativo a la agógica. || 2. f. Mús. Conjunto de las ligera …   Enciclopedia Universal

  • τονισμός — ο, Ν [τονίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τονίζω 2. γραμμ. α) η έξαρση τής φωνής κατά την προφορά τής τονισμένης συλλαβής μιας λέξης β) το τονικό σύστημα μιας γλώσσας 3. μουσ. η ενέργεια και ο τρόπος με τον οποίο εκπέμπεται ένας φθόγγος 4 …   Dictionary of Greek

  • υπναγωγικός — ή, ό, Ν (ψυχολ.) (για διαταραχές, συνήθως οπτικές ψευδαισθήσεις) αυτός που εμφανίζεται πριν από τον ύπνο, όταν το άτομο είναι μισοκοιμισμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypnagogique < hypn(o) (< ὑπνος) + agogique (< αγωγικός)] …   Dictionary of Greek

  • agógico — agógico, ca (Del al. agogisch, y este del gr. tardío ἀγωγικός, der. de ἀγωγή, transporte, movimiento). 1. adj. Mús. Perteneciente o relativo a la agógica. 2. f. Mús. Conjunto de las ligeras modificaciones de tiempo, no escritas en la partitura,… …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”