- περι-φράσσω
περι-φράσσω, attisch -ττω, ringsum einschließen, umhegen, auch mit Wall u. Mauer umgeben, Arist. H. A. 8. 20; Pol. 1, 28, 11 u. Sp., wie Lud. Gymn. 20 u. Plut. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-φράσσω, attisch -ττω, ringsum einschließen, umhegen, auch mit Wall u. Mauer umgeben, Arist. H. A. 8. 20; Pol. 1, 28, 11 u. Sp., wie Lud. Gymn. 20 u. Plut. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπερίφρακτος — εὐπερίφρακτος, ον (Μ) (για στρατιώτη) αυτός που έχει καλά περιφραγμένο το σώμα, ο καλά οπλισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι φράσσω] … Dictionary of Greek
ημίφρακτος — ἡμίφρακτος, ον (Α) ο φραγμένος κατά το ήμισυ, μισοφραγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φρακτός (< φρακτός < φράσσω), πρβλ. ά φρακτος, περί φρακτος] … Dictionary of Greek
περιείργω — και περιέργω Α κλείνω, φράζω κάτι από όλες τις μεριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + εἵργω / ἔργω «εγκλείω, φράσσω»] … Dictionary of Greek