- ἀν-αισχής
ἀν-αισχής, ές, = ἀναίσχυντος, B. A. 207.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-αισχής, ές, = ἀναίσχυντος, B. A. 207.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… … Dictionary of Greek
παναίσχης — παναίσχης, ες (Α) πάρα πολύ άσχημος, εντελώς δύσμορφος, ασχημότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αισχής (< αἶσχος)] … Dictionary of Greek