ἀνα-κρούω

ἀνα-κρούω

ἀνα-κρούω (s. κρούω), zurückstoßen, hemmen, mit Gewalt aufhalten, ἵππον χαλινῷ Xen. Equ. 11, 3; ἀνακρουστέον Equ. 10, 12; τὸ ζεῠγος, Plut.; gew. im med., das Schiff anhalten und so rückwärts fahren, daß der Schnabel den Feinden zugekehrt bleibt, ἐπὶ πρύμναν Her. 8, 48 (vgl. Schol. Thuc. 1, 50, wo πρύμναν κρούεσϑαι sieht); auch allein, Thuc. 7, 38. 40; übh. sich zurückziehen, bes. in guter Ordnung, πρύμναν ἀνακρούεσϑαι Ar. Vesp. 399; übertr., λόγον Plat. Phil. 13 d. – In der Musik: ein Instrument anschlagen, präludiren; einen Gesang anstimmen, Theocr. 4, 31; von der Rede, Pol. 4, 22, 11; Luc. Nigr. 8 μικρὸν ἀνακρουόμενος; wohin auch ἀνεκρούου νέκταρ ἐναρμόνιον gehört Ant. Sid. 75 (VII, 29).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ανακρούω — (Α ἀνακρούω) νεοελλ. 1. εκτελώ, παίζω «η φιλαρμονική ανέκρουσε τον Εθνικό Ύμνο» 2. φρ. «ανακρούω πρύμναν», υποχωρώ, αλλάζω γνώμη ή τακτική 3. (για ιστιοφόρο ή βάρκα) κινούμαι προς τα πίσω αρχ. 1. σπρώχνω προς τα πίσω 2. συγκρατώ, αναχαιτίζω… …   Dictionary of Greek

  • αναπαίω — ἀναπαίω (AM) μσν. αποκρούω, αντικρούω αρχ. (για στίχους) έχω συντεθεί σε αναπαιστικό μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + παίω «κρούω, κτυπώ». ΠΑΡ. ανάπαιστος αρχ. ἀναπαιστρίς] …   Dictionary of Greek

  • κροταλίζω — και κροταλώ και κροταλιώ και κουρταλώ (AM κροταλίζω, Μ και κρουταλίζω και κουρταλίζω) [κρόταλον] 1. παράγω ήχο χτυπώντας τα κρόταλα ή κάνω κάτι για να παραχθεί ήχος όμοιος με εκείνον τών κροτάλων («αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”