- ἀνα-κραυγάζω
ἀνα-κραυγάζω, aufschreien, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-κραυγάζω, aufschreien, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνεκραύγαζες — ἀνά κραυγάζω bay imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκραύγασαν — ἀνά κραυγάζω bay aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκραύγασε — ἀνά κραυγάζω bay aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκραύγασεν — ἀνά κραυγάζω bay aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακραυγάζω — (Α ἀνακραυγάζω) φωνάζω δυνατά, κραυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κραυγάζω < κραυγή. ΠΑΡ. αρχ. ἀνακραύγασμα] … Dictionary of Greek
αναβοώ — ( άω) (Α ἀναβοῶ) φωνάζω δυνατά, κραυγάζω αρχ. 1. αφήνω κραυγή εκπλήξεως, θλίψης ή πόνου 2. θρηνώ κραυγάζοντας 3. καλώ σε βοήθεια, επικαλούμαι 4. επαινώ, εκθειάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + βοῶ. ΠΑΡ. αρχ. ἀναβόαμα αρχ. μσν. ἀναβόησις] … Dictionary of Greek
ανακαλώ — ( έω) (Α ἀνακαλῶ) Ι. ενεργ. 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.) 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.) ΙΙ. μέσ. 1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.) 2. κλαίω, θρηνώ… … Dictionary of Greek
ανακλάζω — ἀνακλάζω (Α) 1. αναβοώ, κραυγάζω 2. (για ζώα) βγάζω τη χαρακτηριστική για το είδος μου φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κλάζω «βγάζω οξεία κραυγή, (για πτηνά) κράζω») … Dictionary of Greek
ανακράζω — (Α ἀνακράζω) φωνάζω δυνατά, κραυγάζω αρχ. (για ζώα) βγάζω τη χαρακτηριστική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + κράζω. ΠΑΡ. αρχ. ἀνακράκτης νεοελλ. ανάκραγμα, ανακραξιά] … Dictionary of Greek
ανακραγγάνω — ἀνακραγγάνω και ἀνακραγγαίνω (Α) ανακράζω, κραυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + *κραγγάνω < κραγγών «καρακάξα»] … Dictionary of Greek
αναλαλάζω — ἀναλαλάζω (Α) αλαλάζω δυνατά, βγάζω πολεμική κραυγή ή απλώς κραυγάζω, φωνάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + ἀλαλάζω] … Dictionary of Greek