- ἀν-αμφί-λεκτος
ἀν-αμφί-λεκτος, unbestritten, unbezweifelt, Sp. z. B. τιμή Dion. Hal. 9, 44. – Adv., Luc. rhet. praec. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-αμφί-λεκτος, unbestritten, unbezweifelt, Sp. z. B. τιμή Dion. Hal. 9, 44. – Adv., Luc. rhet. praec. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καινόλεκτος — καινόλεκτος, ον (Α) αυτός που ειπώθηκε με καινούργιο και ασυνήθιστο τρόπο, ασυνήθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + λεκτος (< λέγω), πρβλ. αμφί λεκτος, νεό λεκτος] … Dictionary of Greek