ἀν-αμφί-δοξος

ἀν-αμφί-δοξος

ἀν-αμφί-δοξος, unbeden Klich, entschieden, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμφίδοξος — ἀμφίδοξος, ον (Α) 1. (για πρόσωπα) αυτός που έχει αμφίβολη γνώμη για κάτι, που είναι ασταθής στις πεποιθήσεις του 2. (για μάρτυρα) αυτός, για τον οποίο γεννιέται αμφιβολία, διχογνωμία 3. (για πράγματα) αμφίβολος, αμφισβητήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”