- ἀνα-μυρίζω
ἀνα-μυρίζω, wieder salben, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-μυρίζω, wieder salben, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναμυρίζω — ἀναμυρίζω (Μ) αλείφω ξανά με μύρο μετά το βάπτισμα, ξαναμυρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μυρίζω (< μύρον) «αλείφω με μύρο». ΠΑΡ. μσν. ἀναμυρισμός] … Dictionary of Greek