ὀμματο-στερής

ὀμματο-στερής

ὀμματο-στερής, ές, der Augen beraubt; κρᾶς, Soph. O. C. 1262; Eur. Phoen. 331. – Auch act., der Augen beraubend, blendend, φλογμός τ' ὀμ. φυτῶν, Aesch. Eum. 900.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηλιοστερής — ἡλιοστερής, ές (Α) (για το θεσσαλικό καπέλο) αυτός που εμποδίζει τον ήλιο να χτυπάει το πρόσωπο, αυτός που σκιάζει το πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + στερης (< στέρομαι «στερούμαι»), πρβλ. αργυρο στερής, ομματο στερής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”