ἀνα-βράζω

ἀνα-βράζω

ἀνα-βράζω (vgl. ἀναβράσσω), aufsieden lassen, Sp.; ἅλμη ἀναβρασϑεῖσα, das aufwogende Meer, Ap. Rh. 2, 566; ἀνάβραστα κρέα, ge Kochtes Fleisch, Ar. Ran. 553 u. a. com.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀνέβραζεν — ἀνά βράζω boil imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναβράζω — (Α ἀναβράζω) βράζω, κοχλάζω νεοελλ. 1. (για το κρασί) υφίσταμαι ζύμωση 2. (για τη θάλασσα) βγάζω αφρούς, αφρίζω 3. βρίσκομαι σε αναβρασμό ψυχής, είμαι εξοργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βράζω. ΠΑΡ. νεοελλ. ανάβρασμα] …   Dictionary of Greek

  • αναβρομώ — ἀναβρομῶ ( έω) (Α) 1. (για τη σούπα) βράζω, κοχλάζω 2. μουγκρίζω δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βρομῶ «βράζω, μουγκρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • αναζέω — ἀναζέω (Α) 1. βράζω και φουσκώνω, αναβράζω, κοχλάζω 2. είμαι γεμάτος από κάτι, βρίθω 3. (για πάθος ή οργή) βρίσκομαι σε ψυχική ταραχή, βράζω από θυμό κ.λπ. 4. κάνω κάτι να βράσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζέω. ΠΑΡ. αρχ. ἀνάζεσις μσν. ἀνάζεμα] …   Dictionary of Greek

  • αναφλύω — ἀναφλύω (Α) κοχλάζω, ζέω, βράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + φλύω «βράζω»] …   Dictionary of Greek

  • ανάβραστος — (I) η, ο, άβραστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + βραστός < βράζω]. (II) ἀνάβραστος, ον (Α) [ἀναβράσσω] βρασμένος, καλοβρασμένος …   Dictionary of Greek

  • αναβράσσω — ἀναβράσσω και άττω (Α) 1. βράζω κάτι καλά, μέχρι κοχλασμού 2. τινάζω κάτι προς τα επάνω, εκσφενδονίζω 3. πηδώ έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + βράσσω. ΠΑΡ. ἀνάβραση( ις), ἀναβρασμός, ἀνάβραστος] …   Dictionary of Greek

  • ανακοχλάζω — 1. βράζω με δύναμη, κοχλάζω 2. αναβράζω ψυχικά, συνταράσσομαι από βρασμό ψυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κοχλάζω. ΠΑΡ. ανακόχλαση, ανακοχλασμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 από τον Σπυρ. Παγανέλη στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”