- περι-φρύγω
περι-φρύγω, von allen Seiten, ringsum dörren, rösten, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-φρύγω, von allen Seiten, ringsum dörren, rösten, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιφρυγῇ — περί φρύγω roast aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφρῦξαι — περί φρύγω roast aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφρύξει — περιφρύ̱ξει , περί φρύγω roast aor subj act 3rd sg (epic) περιφρύ̱ξει , περί φρύγω roast fut ind mid 2nd sg περιφρύ̱ξει , περί φρύγω roast fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφρύγω — και περιφρύσσω ΜΑ καταξηραίνω, ξηραίνω από όλες τις μεριές, ξηραίνω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φρύγω «ψήνω, καίω»] … Dictionary of Greek
περιπεφρυγμένος — περιπεφρῡγμένος , περί φρύγω roast perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφρύγοντος — περιφρύ̱γοντος , περί φρύγω roast pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιέφρυξε — περϊέφρῡξε , περί φρύγω roast aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυκτός — ή, ό / φρυκτός, ή, όν, ΝΜΑ [φρύγω] ξεροψημένος, καβουρντισμένος μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ φρυκτή είδος ρητίνης αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ό φρυκτός α) φλεγόμενος δαυλός β) (ειδικά) πυρσός για την μετάδοση σημάτων («ὡς ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει»,… … Dictionary of Greek