- ἀνδρο-μήκης
ἀνδρο-μήκης, ες, von Menschenlänge, σταύρωμα Xen. Hell. 3, 2, 3; ὕψος Pol. 8, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδρο-μήκης, ες, von Menschenlänge, σταύρωμα Xen. Hell. 3, 2, 3; ὕψος Pol. 8, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ουρανομήκης — ες (ΑΜ οὐρανομήκης, όμηκες) 1. αυτός που φαίνεται να φτάνει σε ύψος ώς τον ουρανό, πανύψηλος («δένδρεα οὐρανομήκεα», Ηρόδ.) 2. μτφ. έντονος, δυνατός (α. «ουρανομήκεις ζητωκραυγές» ενθουσιώδεις, δυνατές ζητωκραυγές β. «οὐρανομήκη ῥήξατε κἀμοὶ… … Dictionary of Greek