- ἀνδρο-μάχος
ἀνδρο-μάχος, mit Männern kämpfend, χεῖρες Antip. Sid. 99 (VII, 241); fem. ἀνδρο-μάχη ἄλοχος, mit dem Manne streitend Pallad. 14 (XI, 378).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδρο-μάχος, mit Männern kämpfend, χεῖρες Antip. Sid. 99 (VII, 241); fem. ἀνδρο-μάχη ἄλοχος, mit dem Manne streitend Pallad. 14 (XI, 378).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πατρομάχος — ὁ, Α αυτός που μάχεται κατά τού πατέρα του, ο εχθρός τού πατέρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ανδρο μάχος] … Dictionary of Greek
χριστιανομάχος — ο, Ν εκκλ. πολέμιος τού χριστιανισμού, αντίπαλος τών χριστιανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χριστιανός + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ἀνδρο μάχος] … Dictionary of Greek