- ἀνδρο-μανής
ἀνδρο-μανής, ές, manntoll, rasend aus Liebe zu Männern, Plut. Lyc. et Num. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδρο-μανής, ές, manntoll, rasend aus Liebe zu Männern, Plut. Lyc. et Num. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμομανής — κοσμομανής, ές (Α) αυτός που νέμεται τον κόσμο με μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ανδρο μανής, μουσο μανής] … Dictionary of Greek