- ἀνδρο-μανία
ἀνδρο-μανία, ἡ, rasende Liebe zu Männern, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδρο-μανία, ἡ, rasende Liebe zu Männern, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμομανής — κοσμομανής, ές (Α) αυτός που νέμεται τον κόσμο με μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ανδρο μανής, μουσο μανής] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek