ἀνδρο-κμής

ἀνδρο-κμής

ἀνδρο-κμής, ῆτος, Männer (ermüdend) tödtend, πέλεκυς Aesch. Ch. 876; μόχϑοι Eum. 239; τύχαι 916; λοιγός Suppl. 663; Eur. ἀγωνίαι, mörderischer Kampf, Suppl. 525.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεοκμής — νεοκμής, ό και ἡ (Α) 1. νεόκμητος* 2. αυτός που πληγώθηκε πρόσφατα 3. μτφ. (για στρατιώτες ή για στρατεύματα) αυτός που έχει αμείωτη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κμής (< κάμνω), πρβλ. ανδρο κμής, δουρι κμής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”