- ἀνδρο-κτόνος
ἀνδρο-κτόνος, den Mann mordend, Her. 4, 110; γυνή Soph. frg. bei Plut. aud. poet. p. 11; menschenmordend, Κυκλωπες Eur. Cycl. 22; ὅπλα Philp. 54 (Plan. 177).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδρο-κτόνος, den Mann mordend, Her. 4, 110; γυνή Soph. frg. bei Plut. aud. poet. p. 11; menschenmordend, Κυκλωπες Eur. Cycl. 22; ὅπλα Philp. 54 (Plan. 177).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερακοκτόνος — ἱερακοκτόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει γεράκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + κτόνος < κτείνω (πρβλ. ανδρο κτόνος, πατρο κτόνος)] … Dictionary of Greek
ιεροκτόνος — ο (Μ ἱεροκτόνος, ον) αυτός που φονεύει ιερείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κτονος (< κτείνω), πρβλ. ανδρο κτόνος, πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek
καυχοκτόνος — καυχοκτόνος, ον (Μ) αυτός που φονεύει καύχους, δηλ. εραστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < καύχος (I) + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. αδελφο κτόνος, ανδρο κτόνος] … Dictionary of Greek