- ἀνδρο-φάγος
ἀνδρο-φάγος, Menschen fressend, Od. 10, 200 Κύκλωπος ἀνδροφάγοιο, v. l. ἀνδροφόνοιο, s. Scholl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδρο-φάγος, Menschen fressend, Od. 10, 200 Κύκλωπος ἀνδροφάγοιο, v. l. ἀνδροφόνοιο, s. Scholl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηπατοφάγος — ἡπατοφάγος, ον (Μ) αυτός που τρώει το ήπαρ («ἡπατοφάγος λέων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηπατο (< ήπαρ) + φαγος (θ. φαγ πρβλ. έ φαγον), πρβλ. ανδρο φάγος, ανθρωπο φάγος] … Dictionary of Greek