κουροφθόρος — κουροφθόρος, ον (Μ) αυτός που φθείρει τους νέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῡρος (Ι) + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος, ψυχο φθόρος] … Dictionary of Greek
λαοφθόρος — λαοφθόρος, ον (Α) αυτός που καταστρέφει τον λαό, ο καταστρεπτικός για τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος, κοσμο φθόρος] … Dictionary of Greek
λινοφθόρος — λινοφθόρος, ον (Α) αυτός πού καταστρέφει τα λινά («λινοφθόροι δ ὑφασμάτων λακίδες ἔφλαδον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος, ψυχο φθόρος] … Dictionary of Greek
πυροφθόρος — ον, Α αυτός που φθείρει, που καταστρέφει το σιτάρι («πυροφθόρος νοῡσος», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος, οικο φθόρος] … Dictionary of Greek
μητροφθόρος — μητροφθόρος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώνει τη μητέρα του, μητροκτόνος 2. αυτός που έρχεται σε σαρκική μίξη με τη μητέρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος] … Dictionary of Greek
ναυσιφθόρος — ναυσιφθόρος, ον (Α) αυτός που φθείρει πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος] … Dictionary of Greek
ναυτιλοφθόρος — ναυτιλοφθόρος, ον (Α) αυτός που φθείρει τους ναυτιλομμένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυτίλος + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος] … Dictionary of Greek
παιδοφθόρος — παιδοφθόρος, ον (Α) αυτός που αποπλανά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος] … Dictionary of Greek