- ἀνδροτής
ἀνδροτής, ῆτος, ἡ, Mannheit, Hom. Iliad. 16, 857. 22, 363 ἀνδροτῆτα καὶ ἥβην; 24, 6 ἀνδροτῆτά τε καὶ μένος ἠύ. Ueber die v. l. ἁδροτῆτα s. unter ἁδροτής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδροτής, ῆτος, ἡ, Mannheit, Hom. Iliad. 16, 857. 22, 363 ἀνδροτῆτα καὶ ἥβην; 24, 6 ἀνδροτῆτά τε καὶ μένος ἠύ. Ueber die v. l. ἁδροτῆτα s. unter ἁδροτής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανδροτής — ἀνδροτής, ῆτος, ἡ (Α) ανδρική ηλικία, ανδροσύνη, ανδρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός. Στον Όμηρο απαντά τ. αδροτήτα ο οποίος ή αποτελεί κεντρική παραλλαγή τού ανδροτήτα ή θα πρέπει να διορθωθεί σε δροτήτα] … Dictionary of Greek
ἀνδροτής — ἀνδρότης fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροτῆτα — ἀνδρότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροτῆτος — ἀνδρότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρότητα — ἀνδρότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek