- ἀνδροσύνη
ἀνδροσύνη, ἡ, Sp., = ἀνδρία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδροσύνη, ἡ, Sp., = ἀνδρία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδροσύνης — ἀνδροσύνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδροτής — ἀνδροτής, ῆτος, ἡ (Α) ανδρική ηλικία, ανδροσύνη, ανδρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός. Στον Όμηρο απαντά τ. αδροτήτα ο οποίος ή αποτελεί κεντρική παραλλαγή τού ανδροτήτα ή θα πρέπει να διορθωθεί σε δροτήτα] … Dictionary of Greek
αντροσύνη — η (Μ ἀνδροσύνη) η ανδρεία, ο ανδρισμός … Dictionary of Greek