- ἀνδριαντουργός
ἀνδριαντουργός, = ἀνδριαντοποιός, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδριαντουργός, = ἀνδριαντοποιός, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδριαντουργός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδριαντουργοί — ἀνδριαντουργός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδριαντουργόν — ἀνδριαντουργός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek