- ἀνδρύνομαι
ἀνδρύνομαι, nach VLL. dasselbe, aber zw. L.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδρύνομαι, nach VLL. dasselbe, aber zw. L.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπανδρύνομαι — Α (για νέο) γίνομαι σιγά σιγά άνδρας, μεγαλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀνδρύνομαι (< ἀνήρ)] … Dictionary of Greek