- ἀνδρό-θηλυς
ἀνδρό-θηλυς, = -γυνος, Philostr. p. 489.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδρό-θηλυς, = -γυνος, Philostr. p. 489.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιξόθηλυς — μιξόθηλυς, υ (Α) θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + θῆλυς (πρβλ. ανδρό θηλυς)] … Dictionary of Greek