- ἀνδρόσακες
ἀνδρόσακες, ους, τό, Pflanze, Diosc., madrepora acetabulum, L.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδρόσακες, ους, τό, Pflanze, Diosc., madrepora acetabulum, L.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανδρόσακες — (androsaces). Επιστημονική ονομασία γένους δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των πριμουλιδών, με περίπου 90 είδη, που φυτρώνουν στις εύκρατες και ψυχρές χώρες. Είναι φυτά ποώδη, μονοετή ή πολυετή, με φύλλα σε παράρριζο ρόδακα ή στήλη, ακέραια ή … Dictionary of Greek
πριμουλίδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, που περιλαμβάνει 28 γένη και 800 είδη, από τα οποία περίπου 400 υπάγονται στο γένος πρίμουλα. Συνήθως είναι πόες με ωραία εμφάνιση και άνθη, που καλλιεργούνται συχνά ως καλλωπιστικά φυτά· είναι διαδεδομένα κυρίως… … Dictionary of Greek
λεύκη — I (Βοτ.). Βλ. λ. λεύκα ή λεύκη. II (Ιατρ.). Κοινή ονομασία δερματικής πάθησης (vitiligo vulgaris) κατά την οποία εμφανίζεται διαταραχή χρώσης του δέρματος οφειλόμενη στην εξαφάνιση της μελανίνης κατά περιοχές. Η αιτιολογία παραμένει άγνωστη, αν… … Dictionary of Greek
πικράς — άδος, ἡ, Α το φυτό ανδρόσακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός + επίθημ άς, άδος (πρβλ. λευκ άς)] … Dictionary of Greek
αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… … Dictionary of Greek