ἀνδρό-παις

ἀνδρό-παις

ἀνδρό-παις, αιδος, ὁ, von männlicher Gesinnung, Soph. frg. 551; ἀνήρ Aesch. Spt. 515, der jugendliche Mann.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παιδοβρώς — παιδοβρώς, ῶτος, ό ἡ (Μ) (για τον Κρόνο) αυτός που καταβροχθίζει παιδιά («τὸν παιδοβρῶτα πατέρα Κρόνον», Ευστάθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. ανδρο βρώς] …   Dictionary of Greek

  • παιδολάσι — το παιδοβόλι, παιδομάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + λάσι* (πρβλ. ανδρο λάσι)] …   Dictionary of Greek

  • παιδοφθόρος — παιδοφθόρος, ον (Α) αυτός που αποπλανά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος] …   Dictionary of Greek

  • παιδοφόντης — παιδοφόντης, ὁ (Α) αυτός που φονεύει παιδιά, παιδοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + φόντης (< θείνω* «φονεύω», κατ επίδραση τού φόνος), πρβλ. ανδρο φόντης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”