- ἀνα-βρυάζω
ἀνα-βρυάζω, aufschreien, Ar. Equ. 600, ἀνεβρύαξαν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-βρυάζω, aufschreien, Ar. Equ. 600, ἀνεβρύαξαν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναβρυάζω — ἀναβρυάζω (Α) (για τα άλογα) χλιμιντρίζω δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βρυάζω] … Dictionary of Greek