- ἀξι-ώλεθρος
ἀξι-ώλεθρος, des Verderbens würdig, Procop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀξι-ώλεθρος, des Verderbens würdig, Procop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακώλεθρος — κακώλεθρος, ον (Α) πολύ καταστρεπτικός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ώλεθρος (< ὄλεθρος), πρβλ. αξι ώλεθρος, παν ώλεθρος] … Dictionary of Greek
λεώλεθρος — λεώλεθρος, ὁ (Α) λεωκόνητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος (βλ. λεωκόνητος) + ωλεθρος (< ὄλεθρος), πρβλ. αξι ώλεθρος] … Dictionary of Greek