ἀνεμώλιος

ἀνεμώλιος

ἀνεμώλιος, windig; übertr., nichtig, vergeblich, ἀνεμώλια βάζειν, Il. 4, 355 Od. 11, 464; τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως; Il. 21, 474, was hast du so vergeblich den Bogen? οἶστρος ἀν. Anacr. 59, 15; Theocr. 25, 239; – ἀνεμωλία, ἡ, bei Theophr., ist eine Pflanze, =


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ανεμώλιος — ἀνεμώλιος, ον (Α) 1. (για πράγματα) μάταιος, ανώφελος, άχρηστος 2. (για πρόσωπα) άστατος, ανίκανος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανεμώνιος < άνεμος + (επίθημα) ώνιος, με ανομοίωση ( ωλιος < ωνιος). Το επίθημα ώνιος είναι αιολικό καί ισοδυναμεί… …   Dictionary of Greek

  • ἀνεμώλιος — windy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμωλίως — ἀνεμώλιος windy adverbial ἀνεμώλιος windy masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμώλιον — ἀνεμώλιος windy masc/fem acc sg ἀνεμώλιος windy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμωλίοις — ἀνεμώλιος windy masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμώλια — ἀνεμώλιος windy neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμώλιοι — ἀνεμώλιος windy masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • LEAENA — I. LEAENA Ambraciotis olim pro Numine fuit: quos eam velut libertatis suae vindicem honorâsse, testatur Aelian. idque hac occasione, quod, qui tyrannidem apud illos invaserat, leaenae catulis suis cinctae obviam factus, ab ea esset discerptus.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

  • αποφώλιος — ἀποφώλιος, ον (Α) 1. ανώφελος, μάταιος 2. αποκρουστικός, τερατώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρικό επίθετο αβέβαιης σημασίας. Οι αρχαίοι το ερμήνευσαν «ανεμώλιος, μάταιος», δηλ. «μάταιος, κενός». Συνδέεται πιθ. με το απαφείν (αιολ. ή αχαϊκό αποφείν) αόρ. του… …   Dictionary of Greek

  • μεταμώνιος — μεταμώνιος, ον (Α) 1. μάταιος, ανωφελής («τὰ δὲ πάντα θεοὶ μεταμώνια θεῑεν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που μεταφέρθηκε ψηλά και διασκορπίστηκε από τον άνεμο, ανεμοφόρητος («κονία μεταμώνιος ἀέρθη», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται άμεσα με το επίθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”