- ἀνεμ-ώκης
ἀνεμ-ώκης, ες, windschnell, νεφέλη Eur. Phoen. 1 64; δῖναι Ar. Av. 697.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνεμ-ώκης, ες, windschnell, νεφέλη Eur. Phoen. 1 64; δῖναι Ar. Av. 697.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιππώκης — ἱππώκης, εος, ὁ (Α) αυτός τού οποίου το άρμα έχει ταχείς ίππους («ἱππώκης ἀέλιος», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ώκης (< *ὦκος < ὠκυς «ταχύς»), πρβλ. ανεμ ώκης, ποδ ώκης] … Dictionary of Greek
ποδώκης — ες, Α 1. (για ανθρώπους και ζώα, κυρίως άλογα) ο γρήγορος στα πόδια (α. «ὑπὸ χερσὶ ποδώκεος Αἰακίδαο», Ομ. Ιλ. β. «ἄνθρωποι ποδώκεις καὶ ψιλοί», Θουκ.) 2. ταχύς, γρήγορος («ποδῶκες ὄμμα», Αισχύλ.) 3. ορμητικός, βίαιος («ποδώκεα τρόπον» Τραγ.… … Dictionary of Greek
πτερυγωκής — ές, Α. αυτός που έχει γρήγορα φτερά, που μπορεί και πετάει πολύ γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, υγος + ωκης (< ὠκύς, μέσω αμάρτυρου *ὦκος, τὸ), πρβλ. ανεμ ώκης, ποδ ώκης] … Dictionary of Greek