- ἀν-είλημα
ἀν-είλημα, τό, bei Hippocr., Blähungen u. dadurch bewirktes Leibschneiden, s. στρόφος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-είλημα, τό, bei Hippocr., Blähungen u. dadurch bewirktes Leibschneiden, s. στρόφος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἵλημα — εἴλημα , εἴλημα veil neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴλημα — veil neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είλημα — το (AM εἴλημα) μσν. νεοελλ. θόλος, καμάρα αρχ. 1. οτιδήποτε έχει συστραφεί σπειροειδώς, κουλούρα 2. κάλυμμα 3. σπείρα κίονα … Dictionary of Greek
εἰλημάτων — εἴλημα veil neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλήμασι — εἴλημα veil neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλήμασιν — εἴλημα veil neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλήματα — εἴλημα veil neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλήματι — εἴλημα veil neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλήματος — εἴλημα veil neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκείλημα — και σαρκόλεμμα, το, Ν ανατ. διαφανές υμενώδες σωληνώδες έλυτρο που περιβάλλει εξωτερικά καθεμιά γραμμωτή μυϊκή ίνα, αλλ. μυόλειμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαρκείλημα < σάρξ, κός + είλημα «κάλυμμα, σκέπασμα» (< είλω / ειλώ «στρίβω, τυλίγω», πρβλ. μυ… … Dictionary of Greek
VOLUTIO — apud Auctorem Vitae Desiderii Episcopi Cadurcens. c. 11. Sepulturam quoque sibi in eodem Monasterio sub dextri lateris volutione praepari iussit, aliosque medii aevi Scriptores; Voluta, in Chron. Abbatiae S. Trudonis, l. 6. et Volta, apud… … Hofmann J. Lexicon universale