μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής … Dictionary of Greek
μείλιχος — gentle masc nom sg μείλιχος gentle masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μείλιχος — gentle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλιχώτατον — μείλιχος gentle masc acc superl sg μείλιχος gentle neut nom/voc/acc superl sg μείλιχος gentle masc acc superl sg μείλιχος gentle neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλίχως — μείλιχος gentle adverbial μείλιχος gentle masc acc pl (doric) μείλιχος gentle adverbial μείλιχος gentle masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείλιχον — μείλιχος gentle masc acc sg μείλιχος gentle neut nom/voc/acc sg μείλιχος gentle masc/fem acc sg μείλιχος gentle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλίχοις — μείλιχος gentle masc/neut dat pl μείλιχος gentle masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλίχοισιν — μείλιχος gentle masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) μείλιχος gentle masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλίχου — μείλιχος gentle masc/neut gen sg μείλιχος gentle masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλίχῳ — μείλιχος gentle masc/neut dat sg μείλιχος gentle masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείλιχα — μείλιχος gentle neut nom/voc/acc pl μείλιχος gentle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)