- ὀνείων
ὀνείων, ον, s. ὄνειος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνείων, ον, s. ὄνειος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνείων — ὄνειος of an ass fem gen pl ὄνειος of an ass masc/neut gen pl ὀνεῖον ass stable neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθίκια — Κωμόπολη (υψόμ. 250 μ., 2.003 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στα νότια λοφώματα των Ονείων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρωνικού … Dictionary of Greek