ἀν-εθίζομαι

ἀν-εθίζομαι

ἀν-εθίζομαι, an etwas gewöhnt werden, Diog. L. 2, 96.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εθίζομαι — εθίζομαι, εθίστηκα, εθισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐθίζομαι — ἐθίζω accustom pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • обыкати — ОБЫ|КАТИ 1 (1*), ЧОУ, ЧЕТЬ гл. Привыкнуть: аче бо лѣта мънога чл҃вкъ обычеть осквьрьнѧтисѧ. тъгда къ томɤ и не хотѧ къ грѣхѹ влѣкомъ ѥсть. (συνείϑισε) Изб 1076, 221 об. ОБЫКА|ТИ 2 (1*), Ю, ѤТЬ гл. Привыкать: радуитесѧ мои(х) словесъ рачители и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εξεθίζομαι — ἐξεθίζομαι (Α) [εθίζομαι] συνηθίζω …   Dictionary of Greek

  • καλομαθαίνω — (Μ καλομαθαίνω) συνηθίζω στην άνεση, στην ευμάρεια νεοελλ. 1. (μτβ.) διδάσκοντας μαθαίνω κάτι σε κάποιον καλά, διδάσκω κάποιον ορθά 2. (αμτβ.) μαθαίνω εύκολα, κατανοώ πλήρως, μαθαίνω κάτι επαρκώς, καλοκαταλαβαίνω («τα μαθηματικά τά καλομαθαίνει») …   Dictionary of Greek

  • μετασυνεθίζομαι — (Α) αλλάζω συνήθειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + συν εθίζομαι «συνηθίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσαρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. προσαρμόττω Α [αρμόζω] 1. συνδέω κάτι με κάτι άλλο, συναρμόζω, ταιριάζω, εφαρμόζω («δρέπανά τε σιδηρᾶ περὶ τοῑς ἄξοσι προσήρμοσται», Ξεν.) 2. συνεκδ. στερεώνω 3. μτφ. τροποποιώ, μεταβάλλω κάτι για να τό καταστήσω πιο εύχρηστο ή… …   Dictionary of Greek

  • είθισται — (γ εν. αρχ. παρακ. του ρ. εθίζομαι, ως απρόσ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ԸՆԴԵԼԱՆԻՄ — (ելայ կամ եցայ) NBH 1 0770 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c ԸՆԴԵԼԱՆԻՄ ԸՆԴԵԼՆՈՒՄ. ἑθίζομαι, νομίζω adsuefio πειράζω, μελετάω tendo, curo, exerceo me Կրթիլ, եւ ընդել լինել. սովորիլ, վարժիլ, ընտանենալ, բերիլ, յարիլ,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՅԱՆԳՉԻՄ — ((զկատարեալն եւ զանցեալն ʼի փոխ առնու ʼի բայէս Յանկիմ, Յանկուցանիմ, եւ այլն)) NBH 2 0324 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c, 11c ՅԱՆԳՉԻՄ ՅԱՆԿՉԻՄ. καταπαύομαι, ἑπαναπαύομαι quiesco, requiesco ἑθίζομαι, νομίζω adsuefio. Հանգչիլ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”