ὀβελίτης

ὀβελίτης

ὀβελίτης, ὁ, ἄρτος, = ὀβελίας, Poll. 1, 248.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οβελίτης — ὀβελίτης, ὁ (Α) 1. οβελίας 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἄκρα τοῡ ὀβελίτου λίθου ἤ τῶν ὀβελίσκων» …   Dictionary of Greek

  • ὀβελίτης — ὀβελί̱της , ὀβελίτης baked masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οβελίας — ο (Α ὀβελίας και ὀβέλιος και ὀβελίτης) ως επίθ. ψημένος στη σούβλα («ὀβελίας ἄρτος», Ιπποκρ.) νεοελλ. αρνί που ψήνεται στη σούβλα, ιδίως το Πάσχα αρχ. φρ. «ὀβελίας ἄρτος» (στην Αλεξάνδρεια), άρτος που κόστιζε έναν οβολό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελός +… …   Dictionary of Greek

  • ὀβελίτου — ὀβελί̱του , ὀβελίτης baked masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”