ἀξιο-θέᾱτος

ἀξιο-θέᾱτος

ἀξιο-θέᾱτος, ion. ἀξιοϑέητος, sehenswerth, oft bei Her., z. B. 1, 14. 184; Xen. Hell. 4, 5, 6 u. öfter; der Betrachtung, Erwägung werth, Oec. 3, 4 τοῦτο ἀξ. τῆς οἰκονομίας ἔργον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πανθέατος — ον, Α αυτός που τόν βλέπουν όλοι, ορατός από όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θεατός (< θεῶμαι «βλέπω»), πρβλ. αξιο θέατος] …   Dictionary of Greek

  • πολυθέατος — και ποιητ. τ. πολυθάητος, ον, Α περίβλεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θεατός (< θεῶμαι), πρβλ. αξιο θέατος] …   Dictionary of Greek

  • φιλοθέατος — ον, Μ αυτός που αποτελεί ευχάριστο θέαμα για τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θεατός (< θεῶμαι), πρβλ. ἀξιο θέατος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”