- ἀξιο-μίμητος
ἀξιο-μίμητος, nachahmenswürdig, Stob.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀξιο-μίμητος, nachahmenswürdig, Stob.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεομίμητος — θεομίμητος, ον (AM) αυτός που μιμείται τον θεό ή αυτός που σχηματίστηκε κατά μίμηση ιδιότητας ή ενέργειας τού θεού («θεομίμητος δύναμις»). επίρρ... θεομιμήτως (Μ) με τρόπο που μιμείται τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μίμητος (< μιμούμαι), πρβλ … Dictionary of Greek