ἀξιο-μίσητος

ἀξιο-μίσητος

ἀξιο-μίσητος, dasselbe, Plut. ed. lib. 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεομίσητος — η, ο (AM θεομίσητος, ον) αυτός που μισείται από τον θεό ή τους θεούς («η θεομίσητη Διχόνοια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μισητός (< μισώ), πρβλ. αξιο μίσητος, λαο μίσητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”