- ἀξιο-δάκρῡτος
ἀξιο-δάκρῡτος, beweinenswerth, Schol. Eur. Med. 1221.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀξιο-δάκρῡτος, beweinenswerth, Schol. Eur. Med. 1221.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυδάκρυτος — η, ο / πολυδάκρυτος, ον, ΝΜΑ ο πολύδακρυς. επίρρ... πολυδακρύτως, Α με πολλά δάκρυα, με πολλούς θρήνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δάκρυτος (< δακρύω), πρβλ. αξιο δάκρυτος] … Dictionary of Greek