ἀξιο-μακάριστος

ἀξιο-μακάριστος

ἀξιο-μακάριστος, der glücklich gepriesen zuwerden verdient, Xen. Apol. 34.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεομακάριστος — θεομακάριστος, ον (AM) ο ευλογημένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μακάριστος (< μακαρίζω), πρβλ. αξιο μακάριστος, τρισ μακάριστος] …   Dictionary of Greek

  • πολυμακάριστος — ον, ΜΑ ο πολύ μακαριστός, αυτός τον οποίο καλοτυχίζουν οι άλλοι για την ευδαιμονία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μακαριστός (< μακαρίζω), πρβλ. αξιο μακάριστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”