ἀν-ελευθεριότης

ἀν-ελευθεριότης

ἀν-ελευθεριότης, , dass., Arist. Magn. mor. 1, 25.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐλευθεριότης — the character of an fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθεριότητα — ἐλευθεριότης the character of an fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθεριότητι — ἐλευθεριότης the character of an fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθεριότητος — ἐλευθεριότης the character of an fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελευθεριότητα — η (ΑΜ ἐλευθεριότης) νεοελλ. 1. η παράβλεψη ορισμένων κανόνων και συμβάσεων 2. η αδιαφορία για ηθικούς κανόνες και για τα χρηστά ήθη αρχ. η τήρηση τού μέτρου στη ζωή όπως ταιριάζει σε ελεύθερο άνθρωπο και η αποφυγή και τής ασωτείας και τής… …   Dictionary of Greek

  • ευδάπανος — εὐδάπανος, ον (Α) 1. αυτός που δαπανά πολλά, ο γενναιόδωρος («ἐλευθεριότης εὐδάπανος εἰς τὰ καλά», Αριστοτ.) 2. αυτός που απαιτεί μέτρια δαπάνη, ο ολιγοδάπανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δαπάνη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”