- ὀβελισμός
ὀβελισμός, ὁ, Bezeichnung mit einem Spieße, als Andeutung, daß eine Stelle unecht sei, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀβελισμός, ὁ, Bezeichnung mit einem Spieße, als Andeutung, daß eine Stelle unecht sei, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀβελισμός — marking with the obelus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οβελισμός — ο (Α ὀβελισμός) [οβελίζω] σημείωση με οβελό στο άκρο χειρογράφου ως επισήμανση μη γνησιότητας μιας λέξης ή ενός χωρίου νεοελλ. σούβλισμα, πέρασμα σφαγμένου ζώου στη σούβλα για ψήσιμο … Dictionary of Greek
οβελισμός — ο σημάδεμα στο περιθώριο χειρόγραφου με οριζόντια γραμμή (οβελό), ότι το τμήμα αυτό του κειμένου είναι νόθο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀβελισμοῦ — ὀβελισμός marking with the obelus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβελισμούς — ὀβελισμός marking with the obelus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβελισμόν — ὀβελισμός marking with the obelus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)