- ἀβελτέρειος
ἀβελτέρειος = ἀβέλτερος, angef. bei Eustath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀβελτέρειος = ἀβέλτερος, angef. bei Eustath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀβελτέρειος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβελτέρειον — ἀβελτέρειος masc acc sg ἀβελτέρειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβελτερείου — ἀβελτέρειος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)