- ἀνιηρός
ἀνιηρός, ion. u. ep. = ἀνιαρός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνιηρός, ion. u. ep. = ἀνιαρός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνιηρός — ἀνιαρός grievous masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)