- ἀνεμία
ἀνεμία, ἡ, Blähung, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνεμία, ἡ, Blähung, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανεμία — ἀνεμία, η (Α) [άνεμος] Ιατρ. εμπνευμάτωση, φούσκωμα … Dictionary of Greek
ἀνεμίην — ἀνεμία flatulence fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek
αλληλανεμία — ἀλληλανεμία, η (Μ) ανεμομαχία, εναλλαγή τών ανέμων, συνεχής μεταβολή τών ανέμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλ(ο) * + ἀνεμία < ἄνεμος] … Dictionary of Greek
ανεμιαίος — ἀνεμιαῑος, ον (Α) [ανεμία] 1. μάταιος, κενός, ανυπόστατος 2. φρ. α) «ἀνεμιαῑον ᾠόν» αβγό άγονο, που η κότα το γέννησε χωρίς να γονιμοποιηθεί από τον πετεινό β) «ἀνεμιαῑον κύημα» ψευτοεγκυμοσύνη, ανεμογγάστρι … Dictionary of Greek
απανεμιά — η (Μ ἀπανεμία) κ. νέμι, το [ανεμία] έλλειψη ανέμου, νηνεμία, γαλήνη νεοελλ. τόπος που δεν προσβάλλεται από άνεμο, υπήνεμος τόπος … Dictionary of Greek
σιγανεμιά — η, Ν (στον Ερωτόκρ.) νηνεμία, σιγαλιά («οι μέρες με σιγανεμιά και λάψη ξημερώνου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή + άνεμος κατά τα θηλ. σε ία (πρβλ. απ ανεμιά)] … Dictionary of Greek