- ἀν-εξ-έλευστος
ἀν-εξ-έλευστος, Erklrg von ἀνεξίτητος, B. A. 397.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-εξ-έλευστος, Erklrg von ἀνεξίτητος, B. A. 397.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνέλευστος — ὁ, ἡ, Α συνελευστικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + έλευστος (< θ. ελευσ τού μέλλ. ἐλεύσομαι τού ρ. ἐλεύθω* «έρχομαι»)] … Dictionary of Greek