- ἀν-εξ-άντλητος
ἀν-εξ-άντλητος, unerschöpflich, Io. Chrys.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-εξ-άντλητος, unerschöpflich, Io. Chrys.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντλητός — irrigated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντλητόν — ἀντλητός irrigated masc/fem acc sg ἀντλητός irrigated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιμητός — ἱμητός, ή, όν (Α) [ιμάω) αυτός τον οποίο μπορεί να αντλήσει κάποιος, αντλητός … Dictionary of Greek